«Ο λόγος ξεψυχά πάντα όταν κάποια πραγματικότητα θέτει ολοκληρωτικές αξιώσεις. Στη δική μας περίπτωση, ο λόγος έχει ξεψυχήσει προ πολλού· και μάλιστα, δίχως να μας αφήσει ούτε καν την αίσθηση ότι πρέπει να θρηνούμε για την απώλειά του».
(Amery, 2009: 55)
Του Χρίστου Αριστοδήμου
Εκ πρώτης όψεως, η ενασχόληση με τη θέση του διανοούμενου στο Άουσβιτς μπορεί να προκαλέσει εύλογα ερωτήματα. Το Άουσβιτς υπήρξε το σήμα κατατεθέν της βαρβαρότητας του 20ου αιώνα, με τα στρατόπεδα, την καταναγκαστική εργασία, τους θαλάμους αερίων και τα κρεματόρια να σείουν τα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού. Σε σχέση με μια τέτοια καταστροφή λοιπόν, τι νόημα έχει η ενασχόληση με ένα θέμα περιθωριακό, όπως η θέση του διανοούμενου στο στρατόπεδο;
Η μελέτη της θέσης του διανοούμενου μπορεί να δώσει απαντήσεις σε πολλαπλά κεντρικά, κατά την άποψή μου, ερωτήματα. Πως αντιδρούσαν οι άνθρωποι του πνεύματος στο καθεστώς του Λάγκερ, σε σχέση με τους υπόλοιπους; Σε ποιο βαθμό η πνευματική καλλιέργειά τους, η μόρφωση και η τέχνη μπορούσαν να αποτελέσουν καταφύγιο; Εν τέλει, ποια ήταν η αντίδραση του διανοούμενου, μιας μορφής που κατέχει κεντρικό ρόλο στην πνευματική ανάπτυξη κάθε κοινωνίας, μέσα σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης; Τα ερωτήματα μπορούν να καταστούν επίκαιρα, καθώς φανερώνουν τη στάση των διανοούμενων σε συνθήκες απόλυτης καταπίεσης και απαξίωσης της γνώσης, συνθήκες που σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να θεωρήσουμε πως ανήκουν αποκλειστικά στο παρελθόν.
To κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια απόπειρα σύγκρισης της θέσης δυο εκ των σημαντικότερων διανοούμενων που επιβίωσαν στο Άουσβιτς, του Jean Amery και του Primo Levi. Ο Αμερύ γεννήθηκε στη Βιέννη σε εβραϊκή οικογένεια το 1912 με το όνομα Hans Maier, το οποίο επέλεξε να αλλάξει μετά το τέλος της ναζιστικής κυριαρχίας. Σπούδασε Φιλολογία και Φιλοσοφία στη Βιέννη, την οποία εγκατέλειψε το 1938 με την προσάρτησή της στη Γερμανία. Στη συνέχεια εντάχθηκε στην αντίσταση στο Βέλγιο και κατέληξε στα χέρια των Γερμανών το 1943. Από την άλλη, ο Λέβι γεννήθηκε σε εβραϊκή οικογένεια στην Ιταλία το 1919 και έγινε αναγνωρισμένος χημικός. Συνελήφθη επίσης το 1943 ως μέλος της αντίστασης και στάλθηκε στο Άουσβιτς.
Για τους σκοπούς του κειμένου αυτού θα επικεντρωθώ σε δυο κεφάλαια από κάθε συγγραφέα: στο «Στα όρια του πνεύματος» του Αμερύ, («Πέρα Από την Ενοχή και την Εξιλέωση», 1966) και «Ο διανοούμενος στο Άουσβιτς» του Λέβι («Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν», 1986). Παρόλο που οι συγγραφείς καταπιάνονται με πλειάδα θεμάτων, όπως τα βασανιστήρια, η ντροπή και η πατρίδα, θα περιοριστώ στα ζητήματα της επιβίωσης του διανοούμενου, της επικοινωνίας και της πίστης.
Η επιβίωση
Η συγκριτική μελέτη των δυο συγγραφέων έχει την αφετηρία της στον ορισμό του «Διανοούμενου». Για τον Αμερύ, ο διανοούμενος δεν ορίζεται απλώς ως ένας άνθρωπος με μόρφωση ψηλού επιπέδου, αλλά ως «ένας άνθρωπος που ζει μέσα σε ένα σύστημα πνευματικών αναφορών, υπό την ευρεία σημασία του όρου. Οι συνειρμικοί του μηχανισμοί διέπονται κατά κύριο λόγο από το πεδίο του ουμανισμού ή της επιστήμης του πνεύματος» [1]. Ο Λέβι ασκεί κριτική στον ορισμό αυτό, θεωρώντας πως αποτελεί περισσότερο αυτοπροσδιορισμό παρά ορισμό. Για τον ίδιο, ο διανοούμενος είναι κάθε καλλιεργημένος άνθρωπος ανεξαρτήτως επαγγέλματος, «του οποίου η κουλτούρα είναι ζωντανή στο βαθμό στον οποίο προσπαθεί να ανανεώνεται, να αναπτύσσεται και να ενημερώνεται· και εάν δεν αδιαφορεί και δεν αποστρέφεται κανένα πεδίο γνώσης, παρόλο που η καλλιέργεια όλων είναι αδύνατη» [2]. Απαιτεί να συμπεριληφθούν στον όρο και διανοούμενοι όπως οι μαθηματικοί, ενώ ξεκαθαρίζει πως ο ίδιος δεν ήταν διανοούμενος όταν μπήκε στο Άουσβιτς. Αντιθέτως, οφείλει την πνευματική ανάπτυξη σ’ αυτήν ακριβώς την εμπειρία του Λάγκερ.
Το πρώτο θέμα με το οποίο καταπιάνονται οι δυο συγγραφείς είναι η εργασία στο στρατόπεδο. Ο Αμερύ αναφέρει πως οι διανοούμενοι ήταν στη χειρότερη θέση, μαζί με τους εμπόρους και το λούμπεν προλεταριάτο, καθώς τους έλειπαν συνήθως τα χειρωνακτικά προσόντα που θα τους έδιναν θέση σε κάποια τεχνική εργασία. Έτσι, σε αντίθεση με τους χτίστες, τους μάγειρες ή τους μηχανικούς, κατέληγαν στις χειρότερες θέσης εργασίας όπου έπρεπε να σκάβουν το χώμα και να μεταφέρουν βαριά αντικείμενα. Αυτές οι συνθήκες εργασίας ισοδυναμούσαν συνήθως με «θανατική καταδίκη». Ο Λέβι επιβεβαιώνει ότι ο διανοούμενος ήταν συνήθως λιγότερο εξοικειωμένος με τα εργαλεία και υστερούσε ως προς τις σωματικές αντοχές, ενώ τον διακατείχε το αίσθημα της απώλειας της αξιοπρέπειας. Μέσα όμως από το προσωπικό του βίωμα ασκεί κριτική στον ορισμό του διανοούμενου που δίνει ο Αμερύ: ο ίδιος κατάφερε να πάρει μια θέση εργασίας ως χημικός, θέση που τον προστάτευε από τους θαλάμους αερίων, το κρύο, την κούραση και τις σωματικές επιθέσεις. Σύμφωνα λοιπόν με τον ορισμό του Λέβι για τον διανοούμενο, στον οποίον ανήκαν και οι τεχνικοί επιστήμονες, η θέση του διανοούμενου στην εργασία του στρατοπέδου δεν ήταν πάντοτε χειρότερη από τους συντρόφους του.
Η καθημερινότητα στο στρατόπεδο ήταν εξίσου δύσκολη με την εργασία κατά τον Αμερύ. Υποστηρίζει πως η ζωή απαιτούσε προπάντων σωματική δεινότητα και σθένος, προσόντα που σπάνια διέθεταν οι «εργάτες του πνεύματος». Ιδιαίτερα άσχημη ήταν η θέση τους ως προς την τάξη και πειθαρχία στο στρατόπεδο, καθώς δεν ήταν εξοικειωμένοι με τα επιτακτικά παραγγέλματα των Ές Ές ούτε με το στρώσιμο τον κρεβατιών. Αντιμετώπιζαν μάλιστα την ίδια περιφρόνηση από τους συντρόφους τους όπως και από τους εργαζόμενους πολίτες και τους Κάπο, που ήταν οι επικεφαλής των ομάδων εργασίας. Για τον Λέβι, η καθημερινότητα αυτή ήταν χειρότερη από την ίδια τη χειρωνακτική δουλειά, την οποία μπορούσες τουλάχιστον να συνηθίσεις και να βρεις μια αξιοπρέπεια στην εργασία. Αντίθετα, το στρώσιμο των κρεβατιών, οι γυμνοί έλεγχοι για καθαριότητα και όλοι οι καθημερινοί εξευτελισμοί έμοιαζαν στο διανοούμενο «σαν μετατόπιση, σαν ολέθρια οπισθοδρόμηση σε μια παιδική κατάσταση θλιβερή, στερημένη από δασκάλους και αγάπη» [3].
Οι άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης δεν αποτελούσαν, βέβαια, αποκλειστικά κατάσταση των διανοούμενων. Η διαφορά τους από τους μη διανοούμενους ανθρώπους έγκειται όχι στις καταστάσεις αυτές, αλλά στην αντίληψη των καταστάσεων. Σύμφωνα με τον Αμερύ, η οξυδέρκεια του διανοούμενου να θέτει συνεχώς υπό αμφισβήτηση τα φαινόμενα της καθημερινής πραγματικότητας τον εμπόδιζε να αποδεχτεί την πραγματικότητα του στρατοπέδου. Ο μη διανοούμενος άνθρωπος που δεν είχε αυτή την οξυδέρκεια θεωρούσε πως οι συνθήκες είναι δεδομένες, τις αποδεχόταν και «ήξερε να θριαμβεύει όποτε παρουσιαζόταν ευνοϊκή ευκαιρία». Αντιθέτως, ο διανοούμενος αμφισβητούσε τα πάντα με την αφηρημένη του σκέψη. Αυτή του η ορθολογική-αναλυτική σκέψη όμως δεν τον βοηθούσε καθόλου. Αντιθέτως, οδηγούσε σε μια «τραγική διαλεκτική της αυτοκαταστροφής» [4]. Η πραγματικότητα ερχόταν σε αντίθεση με ότι ο ίδιος θεωρούσε ανθρωπίνως δυνατόν, ξεπερνούσε έτσι την ίδια του την αφηρημένη σκέψη και εμπόδιζε την αποδοχή και αντιμετώπιση της κατάστασής του.
Ο Λέβι επιβεβαιώνει ως ένα σημείο τις σκέψεις του Αμερύ. Σημειώνει πως ο καλλιεργημένος άνθρωπος ερχόταν πιο συχνά και γρήγορα στην απελπισία, αφού η λογική και η ηθική του οδηγούσαν στην άρνηση της παράλογης και ανήθικης πραγματικότητας που αντιμετώπιζε. Αντίθετα, ο ακαλλιέργητος άνθρωπος προσαρμοζόταν ευκολότερα λόγω της οικειότητάς του με τη χειρωνακτική εργασία αλλά και λόγω του ότι ήταν «προστατευμένος από το μάταιο βασανιστήριο του ν’αναρωτιέται «γιατί;»» [5]. Από την άλλη, η ορθολογική-αναλυτική σκέψη υπήρξε και βοηθητική για τον Λέβι, σε αντίθεση με τον Αμερύ. Ο Λέβι χρησιμοποίησε τις διανοητικές ικανότητες του επαγγέλματός του για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις συνθήκες που βίωνε:
«[Α]πό το επάγγελμά μου απέκτησα μια συνήθεια […], εκείνη του να μη μένω ποτέ αδιάφορος για τα πρόσωπα τα οποία η τύχη φέρνει ενώπιόν μου. Είναι ανθρώπινες υπάρξεις αλλά επίσης «δείγματα», αντιπροσωπευτικοί τύποι μέσα σε σφραγισμένο φάκελο προς αναγνώριση, ανάλυση, στάθμιση. Τώρα, το δειγματολόγιο που το Άουσβιτς άνοιξε διάπλατα μπροστά μου ήταν άφθονο, ποικίλο και ασυνήθιστο, αποτελούμενο από φίλους, ουδέτερους και εχθρούς, εν συντομία τροφή για την περιέργειά μου […]. Τροφή η οποία βέβαια βοήθησε να διατηρηθεί ζωντανό ένα μέρος του εαυτού μου και στη συνέχεια με εφοδίασε με υλικό για να σκεφτώ και να γράψω βιβλία». [6]
Η αντίληψη της πραγματικότητας από τον διανοούμενο μπορούσε λοιπόν να αποβεί αυτοκαταστροφική αλλά σε διαφορετικές περιπτώσεις μπορούσε να γίνει χρήσιμη. Ο Λέβι έφτασε μάλιστα στο σημείο να αποκαλέσει το Λάγκερ ένα «πανεπιστήμιο» που «μας δίδαξε να παρατηρούμε τον γύρω κόσμο και να κρίνουμε τους ανθρώπους» [7], αφού ο ίδιος αξιοποίησε τις διανοητικές του ικανότητες στις υπάρχουσες συνθήκες για να μπορέσει να διατηρήσει το πνεύμα του σε εγρήγορση μέσω της περιέργειας, της παρατήρησης και της ανάλυσης των ανθρώπων γύρω του.
Η επικοινωνία
Ένας από τους σκληρότερους παράγοντες για όλους τους κρατούμενους ήταν η μοναχικότητα. Για τους διανοούμενος η κατάσταση ήταν ακόμα δυσκολότερη, σύμφωνα με τον Αμερύ. Τον πνευματικό άνθρωπο διακατείχε μια αδυναμία επικοινωνίας με τους συντρόφους του, που εκφραζόταν ξεκάθαρα στην αδυναμία του να υιοθετήσει την αργκό του στρατοπέδου και να ξεστομίσει εκφράσεις όπως «ξεκουμπίδια!» και «άνθρωπέ μου!» [8]. Ο διανοούμενος, όπως σημειώνει, έκανε αρχικά προσπάθειες να μοιραστεί τον πνευματικό του πλούτο με τους συντρόφους του. Οι προσπάθειές του όμως υπήρξαν πάντοτε αποτυχημένες και όταν «ελάμβανε για τριακοστή φορά την απάντηση «χέσε μας, άνθρωπέ μου!», εγκατέλειπε την προσπάθεια».
Ο πνευματικός πλούτος ήταν πλέον κάτι το πλασματικό για τον Αμερύ, μια απαγορευμένη πολυτέλεια. Η κορύφωση της απώλειας της χρήσης του πνεύματος ήταν η απώλεια του πιο βασικού του ποιόν, όπως αναφέρει, της υπερβατικότητας. Αναφέρεται σε ένα περιστατικό όπου, μια νύχτα στο βλέμμα μιας σημαίας που κυμάτιζε, σιγομουρμούρισε τους στίχους ενός ποιήματος, προσπαθώντας να τους αφουγκραστεί και να νιώσει τη «συναισθηματική και πνευματική παράσταση» με την οποία τους είχε συνδέσει: «Τα τείχη ορθώνονται βουβά και ψυχρά, στον άνεμο θροϊζουν οι σημαίες». Αντί αυτού όμως, αναφέρει πως «[ό]λο του το νόημα είχε συρρικνωθεί σε μια αντικειμενική δήλωση: το και το, και ο Κάπο βρυχάται «αριστερό», και η σούπα ήταν αραιή, και στον άνεμο θροΐζουν οι σημαίες» [9]. Έτσι, ο Αμερύ αδυνατεί όχι μόνο να χρησιμοποιήσει την πνευματική του καλλιέργεια για να αντιμετωπίσει τις συνθήκες του Λάγκερ αλλά και να ξεφύγει από αυτές μέσα από την υπερβατικότητα της πραγματικότητας που του πρόσφερε κάποτε η τέχνη.
«Όπως η στροφή του ποιήματος με τα τείχη που ορθώνονται βουβά και τις σημαίες που θροΐζουν στον άνεμο, τα φιλοσοφικά μηνύματα έχαναν και αυτά την υπερβατικότητά τους και άλλοτε καταντούσαν κοινότοπες διαπιστώσεις, άλλοτε πάλι στείρα φλυαρία: όταν είχαν κάτι αν πουν, ηχούσαν τετριμμένα, ενώ όταν δεν ήταν τετριμμένα, δεν σήμαιναν τίποτε πλέον. Δεν ήταν ανάγκη να καταφύγουμε σε σημασιολογικές αναλύσεις ή λογικές συντάξεις για να το αναγνωρίσουμε: αρκούσε μια ματιά στις σκοπιές ή η οσμή του καμένου λίπους από τα κρεματόρια» [10].
Η τρομακτική καταστροφή που συντελείτο μπροστά στα μάτια του διανοούμενου επιβαλλόταν σε κάθε τομέα της ζωής του και δεν του επέτρεπε ούτε καν να προσπαθήσει να την αποφύγει με οποιοδήποτε τρόπο: «η πραγματικότητα δεν είχε πουθενά αλλού στον κόσμο τόσο δραστική δύναμη όσο στο στρατόπεδο, πουθενά δεν ήταν τόσο απτή. Η προσπάθεια να την υπερβούμε δεν αποδείχτηκε ποτέ άλλοτε τόσο απεγνωσμένη και τόσο μάταιη» [11]. Η ανικανότητα του πνεύματος για υπερβατικότητα ενισχυόταν από τη μοναχικότητα του Αμερύ. Ο ίδιος ομολογεί πως ίσως η αίσθηση του ποιήματος που μουρμούρισε, «βαθιά ριζωμένη στο γόνιμο έδαφος της ψυχής, να είχε ενδεχομένως αναδυθεί στην επιφάνεια, αν υπήρχε κάποιος σύντροφος που να ανήκε ως ένα βαθμό στο ίδιο μήκος κύματος, κάποιος που θα με άκουγε με προθυμία να απαγγέλλω τους στίχους».
Στο σημείο αυτό ο Λέβι στάθηκε πιο τυχερός. Ο Ιταλός συγγραφέας κατάφερε, σε αντίθεση με τον Αμερύ, να δημιουργήσει μια σχέση φιλίας η οποία ήταν κομβικής σημασίας για την επιβίωσή του. Ήρθε κοντά με ένα σύντροφό του στο στρατόπεδο, τον Ζάν Σαμουέλ, ο οποίος εξελίχθηκε σε συνομιλητή του. Ο Λέβι του μιλούσε για τον Δάντη, παρόλο που ο συνομιλητής του δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτό· ενδιαφερόταν όμως να ακούσει τη γλώσσα και τις σκέψεις του Λέβι, ο οποίος περιγράφει την τεράστια σημασία των συζητήσεων αυτών:
«Τότε, στον τόπο εκείνο, η αξία τους ήταν μεγάλη. Μου επέτρεπαν να επανασυνδεθώ με το παρελθόν, σώζοντάς το από τη λήθη, και να ενισχύσω την ταυτότητά μου. Με έπειθαν ότι το μυαλό μου, αν και περιορισμένο από τις καθημερινές ανάγκες, δεν είχε πάψει να λειτουργεί. Με εξύψωναν στα μάτια των συνομιλητών μου και στα δικά μου. Μου πρόσφεραν μια παύση εφήμερη αλλά ουσιαστική, απελευθερωτική και ξεχωριστή: έναν τρόπο να ξαναβρώ τον εαυτό μου» [12].
Μέσα από τις συζητήσεις του περί λογοτεχνίας, ο Λέβι κατάφερε να βρει μια διέξοδο πνευματικής εξόρμησης και εξύψωσης μπρος στην καθημερινή βαρβαρότητα που βίωνε. Όπως σημειώνει η Fine στη μελέτη της για τη λογοτεχνία στο Άουσβιτς, η λογοτεχνία υπήρξε μέσο για την ανθρώπινη επικοινωνία, την υπερβατικότητα, τη διατήρηση στη ζωή· εντός λοιπόν του βασιλείου του θανάτου, η λογοτεχνία ήταν πράξη αντιστασιακή. Εν αντιθέσει, ο Αμερύ δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στο σημείο αυτό, παρόλο που δεν υστερούσε σε γνώσεις και ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Ο λόγος είναι ότι δεν είχε έναν συνομιλητή. Όπως υποστηρίζει ο Howland, το πνεύμα μπορεί να είναι υγιές μόνο σε συνθήκες επικοινωνίας με άλλα άτομα μέσω της ομιλίας. Όταν η επικοινωνία αυτή απουσιάζει, όταν δεν υπάρχει κάποιο άτομο που να ενδιαφέρεται να ακούσει τι σκέφτεται ο συνομιλητής, τότε ο διανοούμενος νιώθει την απώλεια της υπερβατικότητας μα και του ίδιου του μεγαλείου της σκέψης του . Από την άλλη, ο διάλογος ήταν ουσιώδης αλλά όχι ολοκληρωτικά χρήσιμος για την επιβίωση του διανοούμενου. Γράφει περί τούτου ο Λέβι:
«Το εφόδιο της καλλιέργειας επομένως μπορούσε να βοηθήσει, αν και μόνο σε μεμονωμένες περιστάσεις και για σύντομο διάστημα· μπορούσε να ομορφύνει μερικές ώρες, να βοηθήσει στη σύναψη ενός εφήμερου δεσμού με έναν σύντροφο, να κρατήσει ζωντανή και υγιή τη σκέψη. Σίγουρα δεν σε βοηθούσε να προσανατολιστείς ούτε να καταλάβεις· σε αυτό το σημείο η εμπειρία μου ως ξένου ταυτίζεται με εκείνη του Γερμανού Αμερύ. Η λογική, η τέχνη, η ποίηση δεν βοηθούν να αποκρυπτογραφήσεις τον τόπο από τον οποίον έχουν εξοριστεί» [13].
Τόσο ο Αμερύ, όσο και ο Λέβι, αδυνατούσαν να χρησιμοποιήσουν την πνευματική τους καλλιέργεια ούτως ώστε να κατανοήσουν την πραγματικότητά τους στο Άουσβιτς. Παρόλα αυτά, ο Λέβι κατάφερε να κρατήσει υγιή τη σκέψη του μέσω των διαλόγων του περί λογοτεχνίας εντός ενός πλαισίου φιλίας με έναν σύντροφο στο στρατόπεδο. Αντίθετα, ο Αμερύ αναφέρει πως το πνεύμα, παρόλο που σπάνια εφησύχαζε, αναγκαζόταν λόγω της σύγκρουσης με τα ανυπέρβλητα όριά του να αυτοαναιρείται: «Η ομορφιά φάνταζε σαν ψευδαίσθηση. Η γνώση καταντούσε εννοιολογικό παιχνίδι. Ο θάνατος τυλιγόταν εξ ολοκλήρου σε ένα πέπλο που τον καθιστούσε αγνώριστο». [14] Ενώ λοιπόν και για τους δυο συγγραφείς η πνευματική καλλιέργεια υπήρξε εμπόδιο σε κάποιους τομείς, για τον Λέβι υπήρξε σε συγκεκριμένες στιγμές χρήσιμες σωτήρια, ενώ για τον Αμερύ υπήρξε «αυτοκαταστροφική». Τους δυο συγγραφείς ένωνε όμως ένας ακόμα κρίσιμος παράγοντας στο Άουσβιτς: η έλλειψη της πίστης.
Η πίστη
Αμφότεροι οι Αμερύ και Λέβι υπήρξαν τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια του Άουσβιτς αλλά και στη συνέχεια, άθεοι. Η στάση αυτή των δυο συγγραφέων υπήρξε κομβικής σημασίας. Σύμφωνα με τον Αμερύ, η πίστη παρείχε στους κρατούμενους «ένα σταθερό σημείο στον κόσμο απ’ όπου το πνεύμα τους ήταν ικανό να κλονίσει συθέμελα το κράτος των Ές Ές»· για τους ανθρώπους του πνεύματος δεν υπήρχε ένα τέτοιο σημείο αναφοράς. Οι δυο συγγραφείς αναφέρονται τόσο στην θρησκευτική, όσο και στην ιδεολογική πίστη των μαρξιστών. Όπως αναφέρει ο Αμερύ, «[ο] πιστός, υπό την ευρεία έννοια του όρου, είτε πρόκειται για μεταφυσική πίστη είτε για πίστη στην υλική πραγματικότητα, υπερβαίνει τον εαυτό του. Δεν είναι δέσμιος της ατομικότητάς του, αλλά μάλλον ανήκει σε μια πνευματική αλληλουχία, η οποία ουδέποτε διακόπτεται, ούτε καν στο Άουσβιτς» [15]. Ανήκοντας σε ένα θρησκευτικό ή πολιτικό-ιδεολογικό σύνολο, ο πιστός γίνεται μέρος ενός ευρύτερου Είναι, το οποίο του δίνει δύναμη όχι μόνο επειδή ξέρει πως δεν είναι μόνος του στο στρατόπεδο, αλλά και επειδή ξέρει πως αυτό συνεχίζεται παράλληλα έξω απ’ το στρατόπεδο.
Ο Αμερύ αναφέρει ακόμα πως οι πιστοί έδειχναν περισσότερη εγκαρτέρηση και πέθαιναν με περισσότερη αξιοπρέπεια απ’ ότι οι άθρησκοι και απολίτικοι διανοούμενοι του στρατοπέδου. Ο συγγραφέας εξηγεί το φαινόμενο αυτό ως εξής: «Ούτως ή άλλως το δικό τους βασίλειο δεν ήταν το εδώ και το σήμερα, αλλά το αύριο και το αλλού: το πολύ μακρινό αύριο του χριστιανού, πλημμυρισμένο στο φως της χιλιετούς βασιλείας, ή το αύριο της επίγειας ουτοπίας του μαρξιστή» [16]. Οι πιστοί κρατούμενοι είχαν, λοιπόν, κάτι να περιμένουν, μια υπόσχεση ενός καλύτερου μέλλοντος που δεν ήταν απλώς ευχή αλλά τελεολογική αντίληψη. Αντιθέτως, το πνεύμα της διανόησης δεν προσέφερε καμιά τέτοια βοήθεια, παρά εγκατέλειπε τον καλλιεργημένο άνθρωπο στην τύχη του.
Στο σημείο αυτό οι αντιλήψεις του Λέβι συμπίπτουν απόλυτα μ’ αυτές του Αμερύ. Ο Λέβι επιβεβαιώνει πως οι πιστοί αντιστάθηκαν με πιο πολύ σθένος στη γοητεία της Εξουσίας, άντεξαν καλύτερα στη δοκιμασία του στρατοπέδου και αναλογικά ο αριθμός των πιστών που επέζησαν υπήρξε ψηλότερος από τους υπόλοιπους. Συνεχίζοντας, ο Λέβι αναφέρεται στη δύναμη που έδινε η πίστη σε έναν κρατούμενο του Άουσβιτς:
«Το δικό τους σύμπαν ήταν ευρύτερο σε σύγκριση με το δικό μας, εκτενέστερο στο χώρο και το χρόνο, και κυρίως περισσότερο κατανοητό· κατείχαν ένα κλειδί και ένα σημείο στήριξης, ένα χιλιετές μέλλον για το οποίο η θυσία είχε νόημα, έναν τόπο επίγειο ή επουράνιο όπου η δικαιοσύνη και η ευσπλαχνία είχαν νικήσει ή θα νικούσαν σε ένα μέλλον ίσως μακρινό αλλά βέβαιο: η Μόσχα ή η ουράνια Ιερουσαλήμ ή η επίγεια Ιερουσαλήμ» [17].
Τόσο το θρησκευτικό δόγμα όσο και η μαρξιστική ιδεολογία προσέφεραν μια επεξήγηση για το Άουσβιτς: για τους μεν θρήσκους δεν ήταν παρά η τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες του Ανθρώπου, για τους δε μαρξιστές ο φασισμός δεν ήταν παρά μια ιστορική αναγκαιότητα, το τελικό στάδιο του καπιταλισμού. Αντιθέτως, για τον διανοούμενο δεν ήταν παρά το αδιανόητο, αυτό που δεν μπορούσε να υπάρχει, αφού δεν έπρεπε να υπάρχει. Ακόμα και η πείνα τους διέφερε από των υπολοίπων, αφού «ήταν μια θεϊκή τιμωρία ή μια εξιλέωση ή μια προσφορά αναθηματική ή συνέπεια της σήψης του καπιταλισμού», ενώ η ίδια τους η οδύνη ήταν «αποκρυπτογραφήσιμη και για το λόγο αυτό δεν υπερέβαινε τα όρια της απελπισίας» [18]. Έτσι, τόσο η επεξήγηση της πραγματικότητας, όσο και η υπόσχεση για ένα βέβαιο καλύτερο και εξιλεωμένο μέλλον που πρόσφερε η πίστη, εφοδίαζε τους πιστούς με υψηλότερες πνευματικές αντοχές. Αντιθέτως, οι άπιστοι και απολίτικοι διανοούμενοι βρίσκονταν σε δυσμενέστερη θέση, με το πνεύμα τους να κρέμεται γυμνό μπροστά στον απόλυτη και ακατανόητη καταστροφή του παρόντος.
[1] Amery, 24 [2] Levi, 138 [3] Levi, 140 [4] Amery, 37 [5] Levi, 148-149 [6] Levi, 147 [7] Levi, 147 [8] Amery, 29 [9] Amery, 33-34 [10] Amery, 52-53 [11] Amery, 53 [12] Levi, 145 [13] Levi, 148 [14] Amery, 53 [15] Amery, 43 [16] Amery, 43 [17] Levi, 152 [18] Levi , 152
Βιβλιογραφία
Amery Jean, Πέρα από την Ενοχή και την Εξιλέωση. Απόπειρες ενός Εκμηδενισμού να υπερβεί το Ανυπέρβλητο, Αθήνα 2009. (1η έκδοση: Amery Jean, Jenseits von Schuld und Sühne. Bewältigungsversuche eines Überwältigten, Stuttgart 1966).
Fine Ellen S., Literature as Resistance: Survival in the Camps, 1 Holocaust & Genocide Stud. 79 (1986).
Howland Jacob, Intellectuals at Auschwitz: Jean Améry and Primo Levi on the Mind and Its Limits, Holocaust & Genocide Studies 29, no. 3 (Winter 2015): 353–373.
Levi Primo, Αυτοί που Βούλιαξαν και Αυτοί που Σώθηκαν, Αθήνα 2018. (1η έκδοση: Levi Primo, I Sommersi e i Salvati, Torino 1986).