‘Ανδρος

Σήμερα εν η τελευταία μέρα της ζωής μου
το ίδιο τζιαι της δικής σου.
Τις επόμενες μέρες εννά υπάρχει μόνο η σκιά μου,
να γυρίζει μες το σπίτι,
να βράζει πατάτα στο μπρίκι που εν θα τη φάω
ποττέ επειδή εν πάει τίποτε κάτω.

Εσύ εννά φύεις μες τις παραισθήσεις που τον πυρετό,
τζιαι εγώ εννά μείνω να κοιτάζω
την κρεμαστή βιβλιοθήκη μας,
που ενηξέρω που σταματούν τα δικά σου βιβλία τζιαι που ξεκινούν τα δικά μου.

Εννα αννοίω τις σελίδες τους τζιαι εννά
πέφτουν που μέσα φωτογραφίες τζιαι ξεραμένα λουλούδια που τις βόλτες μας,
τζιαι σημειώσεις τζιαι ραβασάκια που εγράφτηκαν τις νύχτες πάνω στο γραφείο που εμοιραζούμασταν.

Εννα πέφτουν εισιτήρια τρένων τζιαι συναυλιών που διάφορα μέρη της Ευρώπης,
τζιαι μια απόδειξη που τον φούρνο της γειτονιάς.
Τζιαι εγώ εν θα ξέρω αν θα θέλω να τα σσισω ούλλα, ή να τα πετάξω, ή να τα φυλάξω
κάπου σκοτεινά, ή να φύω,
να τρέξω μακριά τους να μεν τα βλέπω.

Στο cd player στο σαλονιού μας εννάν ακόμα
τζείνο το cd του Πάριου
με τα νησιώτικα που χορεύκαμε
πριν πεθάνουν οι φίλοι μας.

Στο ψυγείο μας εν θα εσσει καρπούζι τζιαι μυζήθρα,
μόνο ινσουλίνη τζιαι κάτι γιαούρτια με πολλά περασμένη ημερομηνία λήξης.
Κάθονται τζιαι τα μαχαίρια που τους έσπασες τις μύτες με τις μαλακίες σου,
που αποτελέσαν αφορμή τζιαι αιτία για τις φωνές τζιαι τα κλάματα,
που τωρά τόσο μου λείπουν.

Στα γράμματα που μου έγραφες κάποτε –
τα εκθέματα του Μεγαλύτερου Συνέδριου Νοσταλγίας,
έλεες μου ότι κρατάς τη φωτογραφία μου κάτω που το κοστούμι σου,
καθώς μετράς τις ώρες να με ξανασυναντήσεις κρυφά
έξω που το σχολείο μου.

Τωρά εννά τρέχω να σου τη δώσω
καθώς εννά σε πέρνουν μακριά,
αλλα εν θα σε φτάνω.
Τζιαι πως να τη φυλάξεις κάτω που το φανελάκι;

Σταματώ να γυρίζω τις σελίδες του ημερολογίου
επειδή σήμερα εν η τελευταία μέρα της ζωής μας.
Εννεν ο θάνατος που σηματοδοτεί το τέλος μας,
εν η ανεπάρκεια των σωμάτων μας να αντέξουν στο χρόνο,
επειδή τούτος ο κόσμος έννεν δικός μας πλέον.

Θέλω να το ξενοικιάσω τούτο το σώμα.
Πονεί με
τζιαι είμαι δέσμια των φόβων τζιαι των εμμονών μου – εγώ
που τρέφουμουν μονο με πάθος, τζιαι που το γέλιο μου
εξαπλώνετουν σε ούλλη τη γειτονιά,
σαμπώς τζιαι εν ήταν να στερέψει ποττέ.

Θέλω τα δάχτυλα μου να μεν ήταν σσισμένα
τζιαι να μπορούσαν να ξαναχαϊδεψουν την άμμο,
τζιαι το ξάφνιασμα της παγωμένης θάλασσας να διαπερνούσε τη σπονδυλική μου στήλη,
τζιαι να εμούδιαζε το σώμα μου
κάτω που τον ήλιο του Αυγούστου.

Θέλω να ήσουν τζι’εσύ τζιαμέ
να τραγουδάς τζιαι να με πιάνεις που το χέρι
τζιαι να χορεύκουμε,
τζιαι οι φίλοι μας να μεν ήταν χρόνια νεκροί
τζιαι να μας παίζουν κιθάρα τζιαι πιάνο,
καθώς λεμε ‘καλό χειμώνα’ τζιαι να ονειροπολούμε τα όμορφα χάλια που εννά ξετυλίξουμε τζιαι τις θεατρικές παραστάσεις που εννά μας κάμουν να ανατριχιάσουμε που δέος, μόλις γυρίσουμε πίσω στην Αθήνα.

Στο γραφείο σου
Τα ονόματα τζιαι τα τηλέφωνα των φίλων μας εν διαγραμμένα,
ώσπου τζιαι στο καρνέ σου
εμείναν απλώς κόλλες με φανταστικούς χάρτες που εν οδηγούν πουθενά.
Τηλεφωνώ αλλά εν απαντά κανένας
αλλά εγώ μεινίσκω στη γραμμή
επειδή εν έχω κάπου αλλού να πάω πλέον.

Τζιαι η σκιά μου εξακολουθεί να περιφέρεται μες το σαλόνι,
στη βεράντα με τα λουλούδια μας,
στο δωμάτιο μας,
αλλά ποττέ στην πλευρά σου στο κρεβάτι.

Τι εννά γίνει όταν ξενοικιάσουμε τα σώματα μας;
Ξέρω το ότι η σάρκα μας εννά γίνει ωχρή
τζιαι τα λουλούδια στη βεράντα
μας σίουρα εννά ξεραθούν.

Αλλά το τηλέφωνο μας εννά σταματήσει να χτυπά;
Εγώ νομίζω οτι κάποιος εννά μας ψάχνει τζι’εμάς
για να μοιραστεί τζιαι τζείνος την απελπισία τζιαι την απόλυτη πλήξη του να ζεις ακόμα,
πολλά μετά την τελευταία μέρα της ζωής σου.


Νάντια Δελετάκης

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s