Για τις μάνες που φεύγουν

Της άρεσε εκείνη η ψύχρα του πρωινού που έκανε τα καλοκαίρια στο χωριό. Είχε χίλιους λόγους να μην το επισκέπτεται, αλλά η ψύχρα εκείνη, ειδικά όταν ξυπνούσε πριν απ’ όλους, ήταν σαν να έφερνε το χωριό στα μέτρα της. Για πολύ λίγο, τόσο όσο να πάρει δύναμη μέχρι την ώρα της επιστροφής. Εκείνο το πρωινό, που έπινε τον καφέ της στο σκαλοπάτι της βεράντας ανάμεσα στις γλάστρες από δυόσμο και βασιλικό, κοίταζε τον κήπο της μάνας της και σκεφτόταν: Αν, όπως λένε, οι ψυχές μένουν σ’ αυτό τον κόσμο ως ενέργεια, θα τον βλέπει άραγε σε λίγο που θα φύγει; Θα μπορεί να μυρίσει τα μοσχομυριστά της γαρύφαλλα και τις αγαπημένες της τριανταφυλλιές; Θα νιώθει απογοήτευση, λύπη, νοσταλγία όταν θα βλέπει κάποιον άλλον να τα ποτίζει;

Έπιασε με το μάτι της τα φύλλα του βασιλικού που ήταν μαραζωμένα, γερμένα προς τα κάτω και ζαρωμένα από τη ζέστη της προηγούμενης ημέρας. Σκέφτηκε ότι καλά θα έκανε να συνηθίσει αυτό τον ρόλο, έτρεξε στην κουζίνα σκουπίζοντας πάνω της την υγρασία από το ποτήρι του κρύου καφέ, γέμισε μία κανάτα με τρεχούμενο νερό και το έγειρε με προσοχή μέσα στην πήλινη γλάστρα. Με πόσο μεράκι και συνέπεια είχε κρατήσει εκείνο τον κήπο τόσο πράσινο και ζωντανό η μητέρα της! Την φαντάστηκε μεμιάς να σηκώνεται με ταχείς κινήσεις από το κρεβάτι που την κρατούσε δέσμιά του τους τελευταίους δυο μήνες, να φοράει το κλαδωτό φουστάνι μέχρι τα γόνατα, που έβαζε μόνο για τις δουλειές του σπιτιού, να δένει πίσω όπως-όπως τα λεπτά της μαύρα μαλλιά και να περιφέρεται μεθοδικά μέσα στο ήρεμο φως του πρωινού.

Πρώτα τον βασιλικό, γιατί ήταν πιο ευαίσθητος από τ΄άλλα. “Έτσι, θώρε; πρέπει να τα ξέρεις τούτα, εν βασικά”, μονολογούσε όταν ήξερε πως βρισκόταν κάπου κοντά της, έστω κι αν δεν της έδινε σημασία. Άφηνε το νερό να ξεχειλίζει, δεν τα πότιζε απλώς, τα έκανε “μπάνιο”, έλεγε. Ποτέ δεν σκέφτηκε να την πάρει στα σοβαρά. Μέχρι εκείνη την ημέρα, που ήταν ξεκάθαρο πως την έχανε. Ύστερα τα χρυσάνθεμα – “μα εν γεμάτα κορούες!”-, το γιασεμί στην είσοδο μπροστά –“ου, μάνα μου, μα αρρώστησεν πάλε, να φέρουμεν τον άθρωπον να μας το κλαδέψει”-, το φούλι παραδίπλα που της θύμιζε, έλεγε, τον μακαρίτη τον πατέρα της -“έλα να δεις, μα μουσκομυρίζει!”-. Τον φίκο, τον “γιαννή”, τις τριανταφυλλιές –“τζαι να κόφκεις τα μαραμένα τριαντάφυλλα για να συνεχίσει να φκάλλει άλλα”. Τα κυπαρισσάκια, τα παχύφυτα, το αγιόκλιμα -“εν σάννα τζαι μυρίζω ελληνικά νησιά!”-, που είχε φτάσει μέχρι το παράθυρο του παιδικού της δωματίου.

Θυμήθηκε που της φώναζε από κάτω να κατεβεί, να την βοηθήσει να φυτέψουν, να ποτίσουν, κι εκείνη θύμωνε που της ζητούσε να σπαταλήσει τόσο φθηνά τον χρόνο της, πολλές φορές δεν της απαντούσε καν. Αν γινόταν ξανά παιδί, θα της αριθμούσε πίσω από το παράθυρο, χωρίς να τη βλέπει για να μπορεί να παίρνει θάρρος, όσα θα της λείψουν όταν θα έχει φύγει. Τα ροδαλά της μάγουλα, τα μελισσιά της μάτια. Η ζωή που έφερνε μέσα στο σπίτι πριν αρρωστήσει. Η αγάπη που της έδειχνε ακόμα κι όταν καταλάβαινε ότι ντρεπόταν για ‘κείνην. Τα σάντουιτς που μόνο εκείνη έφτιαχνε τόσο ωραία -ποτέ δεν είχε προσδιορίσει το γιατί. Τα καλοκαιριάτικα πρωινά ξυπνήματα από τα χάχανα με τις φιλενάδες της, την ώρα του καφέ στη βεράντα. Η μυρωδιά των φρεσκοψημένων κέικ της. Θα της έλειπαν ακόμα και οι βραδιές που την έπιανε να κλαίει δήθεν στα κρυφά, τα “φουμίσματα” που έκανε στους χωριανούς για τα κατορθώματά της και που, υπό κανονικές συνθήκες τα μισούσε.

Οι τελευταίες σταγόνες έπεφταν στο βασιλικό, όταν άκουσε άλλο ένα βογκητό της. Ήταν το πρώτο του πρωινού και, ποιος ξέρει, ίσως ένα από τα τελευταία της. Ακόμα κι εκείνο θα της έλειπε, σκέφτηκε.

Της Χαράς Ζυμαρά

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s